Κυριακή 20 Φεβρουαρίου 2011

ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΩΡΑ ΜΗΔΕΝ


Δραματική, 1948 (Α/Μ), 78΄
GERMANIA ANNO ZERO. Ιταλική ταινία του Ρομπέρτο Ροσελίνι, με τους
Έντμουντ Μέσκε, Ερνστ Πιτσάου, Ινγκετράουντ Χιντς.
Ένα μήνυμα ανθρώπινης αδελφοσύνης και επιβεβαίωσης της αξίας του ατόμου, πάνω από τις αγριότητες και την φρίκη του διχασμού μέσα από τις προσπάθειες επιβίωσης ενός μικρού αγοριού στο ερειπωμένο μεταπολεμικό Βερολίνο. Παίζουν: Έντμουντ Μέσκε ,Βέρνερ Πίτσαου ,Φραντς Κρουγκερ( , Μπάρμπαρα Χίντζε, Ινκεντράουντ Χίντζε, Εριχ Γκίνε
Σκηνοθέτης: Ρομπέρτο Ροσελίνι
Σενάριο :Ρ.Ροσελίνι, Κάρλο Λιτσάνι, Μαξ Κόλπεζ
Φωτογραφία :Ρομπέρ Ζιλιάρ
Ντεκόρ: Πιέρο Φιλιπόνε
Μονταζ: Εράλντο ντα Ρόμα
Μουσική : Ρέντζο Ροσελίνι
Παραγωγή:Ιταλίας
Βερολίνο 1947. Ο Ροσελίνι νιώθει την ανάγκη να μιλήσει για τη χώρα που τότε όλοι μισούσαν και δε μπορούσαν να τη δουν παρά μόνο σαν το νικημένο εχθρό.. Δείχνει μια πόλη ισοπεδωμένη, οικογένειες με πένθος βαρύ, τη νεολαία τσακισμένη, αλλά και αρκετούς αμετανόητους ναζί. Ο κόσμος γύρω πεινάει, οι γυναίκες εκδίδονται για να ζήσουνε, συμμορίες από μαυραγορίτες λυμαίνονται την πόλη, φόβος και παράνοια παντού.
Ένα Γερμανός στρατιώτης , ο Καρλ Χάιντς, επιστρέφει στο σπίτι του  στην κατεστραμμένη πόλη κι αναζητά την οικογένειά του. Βρίσκει τελικά τον πατέρα του βαριά άρρωστο , τη νεαρή αδερφή του και τον αδερφό του, τον  Έντμουντ, που είναι ακόμη παιδάκι.
Ο Καρλ Χάιντς είναι διαλυμένος και ψυχικά άρρωστος , ανίκανος να δουλέψει , σε μια χώρα που έτσι και αλλιώς δεν προσφέρει ευκαιρίες εργασίας. Και το βάρος μεταφέρεται στο παιδί, που προσπαθεί να τα βγάλει πέρα όπως-όπως, κάνοντας ότι μπορεί για να βοηθήσει την οικογένειά του.
Ένα μικρό παιδί που οι ενήλικες το εγκατέλειψαν μόνο. Ένα παιδί δίχως μέλλον. Ένα παιδί που δηλητηριάζεται από τα κατάλοιπα της παλιάς ιδεολογίας, όταν  συναντά τον παλιό του δάσκαλο, έναν αμετανόητο ναζιστή. Και μεταβάλλεται σε ανεύθυνο μικρό τέρας που δηλητηριάζει τον ανήμπορο πατέρα του κι εξωθείται στο τέλος στο απόλυτο αδιέξοδο..
Το τελευταίο μέρος της ταινίας, με τη φυγή του μικρού Εντμουντ, που αναζητεί καταφύγιο και τελικά αυτοκτονεί, ανήκει στις κορυφαίες στιγμές του παγκόσμιου κινηματογράφου.
Στο πρόσωπο του αντικατοπτρίζεται μια ολόκληρη χώρα που παρέσυρε και παρασύρθηκε στην καταστροφή βιώνοντας την ενοχή για το παρελθόν και τον πόνο για το παρόν.  Μια χώρα  που προσπαθεί να ορθοποδήσει στην πιο αβέβαιη καμπή της ιστορίας της, στο έτος μηδέν.


Τρίτη 8 Φεβρουαρίου 2011

Ο Πιανίστας





Ο Πιανίστας είναι μια ταινία του Ρόμαν Πολάνσκι, παραγωγής 2002, με πρωταγωνιστή τον Έντριαν Μπρόντυ. Αποτελεί κινηματογραφική μεταφορά της ομώνυμης αυτοβιογραφίας του Εβραίου Πολωνού μουσικού, Βλαντισλάβ Σπίλμαν (Wladyslaw Szpilman, 19112000 ).

Η ιστορία ήταν προσωπική υπόθεση για το σκηνοθέτη, Ρόμαν Πολάνσκι, που ξέφυγε από το Γκέτο της Κρακοβίας όντας παιδί, μετά το θάνατο της μητέρας του. Τελικά έζησε στον αχυρώνα ενός αγρότη μέχρι το τέλος του πολέμου. Ο πατέρας του άγγιξε το θάνατο στα στρατόπεδα, αλλά τελικά επανενώθηκε με το γιο του μετά το τέλος του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου.

Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών με τον Χρυσό Φοίνικα, ενώ διεκδίκησε επτά βραβεία της Ακαδημίας Κινηματογράφου (Όσκαρ), ανάμεσα στα οποία και αυτό της καλύτερης ταινίας. Τελικά κέρδισε τρία: Καλύτερης σκηνοθεσίας, Διασκευασμένου Σεναρίου και Α’ Ανδρικού Ρόλου, με τον Μπρόντυ να αποτελεί το νεαρότερο ηλικιακά ηθοποιό που έχει λάβει το βραβείο αυτό. Αξιοσημείωτο είναι επίσης πως η ταινία κέρδισε επίσης επτά Βραβεία Σεζάρ, ανάμεσα στα οποία αυτά της Καλύτερης ταινίας, Καλύτερης σκηνοθεσίας και Α’ Ανδρικού Ρόλου, χαρίζοντας στον Μπρόντυ ακόμη μια ασυνήθιστη πρωτιά: αυτή του πρώτου Αμερικανού που παίρνει αυτή τη διάκριση.

Υπόθεση
Βλαντισλάβ Σπίλμαν, ένας διάσημος Εβραιοπολωνός πιανίστας που δουλεύει στον ραδιοφωνικό σταθμό της Βαρσοβίας, βλέπει τον κόσμο του να καταρρέει με το ξέσπασμα του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου και την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία, τον Σεπτέμβριο του 1939. Αφού ο ραδιοφωνικός σταθμός καταστρέφεται από τις εκρήξεις, ο Βλαντισλάβ επιστρέφει σπίτι όπου και μαθαίνει ότι η Μεγάλη Βρετανία και η Γαλλία έχουν κηρύξει πόλεμο ενάντια στη Γερμανία. Πιστεύοντας ότι ο πόλεμος θα τελειώσει γρήγορα, αυτός και η οικογένειά του γιορτάζουν το γεγονός.

Ωστόσο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής που λαμβάνει χώρα τους επόμενους μήνες, οι συνθήκες διαβίωσης των Εβραίων σταδιακά χειροτερεύουν και τα δικαιώματά τους περιορίζονται: κάθε οικογένεια επιτρέπεται να έχει ένα ελάχιστο χρηματικό ποσό, όλοι πρέπει να φοράνε ένα περιβραχιόνιο με το Αστέρι του Δαβίδ για να ξεχωρίζουν και γενικά να δέχονται αδιαμαρτύρητα διάφορες ταπεινώσεις. Ώσπου τελικά το 1940, συγκεντρώνονται όλοι στο Γκέτο της Βαρσοβίας.

Εκεί αντιμετωπίζουν την πείνα, την καταδίωξη και τον εξευτελισμό από τους Ναζί και τον συνεχή φόβο του θανάτου ή βασανισμού. Σύντομα, τους πηγαίνουν στις εγκαταστάσεις εξολόθρευσης στην Τρεμπλίνκα. Ο Βλαντισλάβ σώζεται την τελευταία στιγμή από έναν αστυνομικό του Εβραϊκού Γκέτο, που τυγχάνει να είναι οικογενειακός φίλος.

Μακριά πλέον από την οικογένειά του, παραμένει στο Γκέτο ως εργάτης-σκλάβος στις γερμανικές μονάδες κατασκευής ενώ αργότερα αφήνεται στη βοήθεια όσων μη-Εβραίων γνωστών του τον θυμούνται ακόμα.
Όσο ζει κρυμμένος, γίνεται μάρτυρας πολλών θηριωδιών που διαπράττουν τα Ες-Ες, όπως μαζικές δολοφονίες, ξυλοδαρμούς και εμπρησμούς.

Παρακολουθεί επίσης την επανάσταση που λαμβάνει χώρα στο Γκέτο, χωρίς να μπορεί να προσφέρει ή να αντιδράσει με άλλο τρόπο. Τελικά, τα Ες-Ες μπαίνουν με τη βία στο Γκέτο και σκοτώνουν όλους σχεδόν τους εναπομείναντες αντάρτες. Ανάμεσα στις τρομακτικές σκηνές που εξελίσσονται γίνεται μια αναφορά στη δράση του Γιόζεφ Μπλός, ενός αξιωματικού των Ες-Ες γνωστού σήμερα για τις ιδιαίτερα βάναυσες πράξεις του. Χαρακτηριστικά συγκεντρώνει και εκτελεί μια ομάδα Εβραίων που έμοιαζαν αρκετά μεγάλοι ή αδυνατισμένοι για να δουλέψουν. Σε κάποια άλλη σκηνή, η απάντησή του σε μια νεαρή μητέρα που τον ρωτά πού πηγαίνουν τα τρένα είναι ένας εξ επαφής πυροβολισμός.

Ένα χρόνο μετά, η ζωή στη Βαρσοβία γίνεται όλο και χειρότερη. Η Πολωνική αντίσταση γνωρίζει αποτυχίες ενάντια στη γερμανική κατοχή, κάτι που οδηγεί στη ραγδαία μείωση του πληθυσμού. Ο Σπίλμαν εν τω μεταξύ, αγγίζει το θάνατο λόγω αρρώστιας (ίκτερου) και υποσιτισμού. Μετά την απομάκρυνση όλου του πληθυσμού της Βαρσοβίας και των Γερμανών λόγω του Ρώσικου στρατού που πλησιάζει, μένει εντελώς μόνος.

Τριγυρνά στα λιγοστά σπίτια που δεν έχουν καταστραφεί εντελώς και ψάχνει για φαγητό. Ενώ προσπαθεί απεγνωσμένα να ανοίξει μια κονσέρβα διαπιστώνει με τρόμο πως κάποιος τον παρακολουθεί. Ωστόσο δεν ήταν η περίπολος, αλλά ένας ένστολος Γερμανός, ο Βιλμ Χόσενφελντ. Ο Σπίλμαν έχει παραλύσει στην ιδέα του θανάτου, αλλά ο Γερμανός του ζητά απλά να του παίξει κάτι στο πιάνο. Ο Σπίλμαν, μια σκιά πλέον του παλιού εαυτού του, παίζει την Μπαλάντα του Σοπέν σε Λα Μινόρε. Ο Γερμανός συγκινημένος του επιτρέπει να συνεχίσει να κρύβεται στη σοφίτα και του φέρνει τακτικά φαγητό, σώζοντάς του τη ζωή.

Λίγες εβδομάδες αργότερα, οι Γερμανοί αναγκάζονται να υποχωρήσουν λόγω του Κόκκινου Στρατού. Στην τελευταία τους συνάντηση, ο Γερμανός ρωτά τον Σπίλμαν το όνομά του και όταν εκείνος του απαντά, αναφωνεί πως είναι ταιριαστό όνομα για πιανίστα (το Szpilman είναι ομόφωνο του γερμανικού spielmann που σημαίνει «αυτός που παίζει»), και του υπόσχεται πως θα τον ακούει στο ραδιόφωνο. Επίσης του δίνει το σακάκι του, κάτι που παραλίγο να αποβεί μοιραίο αφού οι Πολωνοί τον μπερδεύουν για Γερμανό και τον πυροβολούν. Όταν αντιλαμβάνονται ότι είναι Πολωνός τον ρωτούν γιατί φοράει γερμανικό σακάκι και εκείνος απαντά απλά «κρυώνω».

Σε ένα κοντινό στρατόπεδο συγκέντρωσης, ο Γερμανός ευεργέτης του Σπίλμαν βρίσκεται εκεί μαζί με πολλούς άλλους Γερμανούς και παρακαλεί έναν Πολωνό μουσικό να μιλήσει στον Σπίλμαν για να τον ελευθερώσει. Ο Σπίλμαν, που πλέον εργάζεται ξανά στον ραδιοφωνικό σταθμό, φτάνει πολύ αργά. Όλοι οι αιχμάλωτοι έχουν μεταφερθεί χωρίς να αφήσουν ίχνος πίσω τους. Στην τελευταία σκηνή της ταινίας, ο Βλαντισλάβ Σπίλμαν θριαμβεύει παίζοντας Σοπέν μπροστά σε ένα μεγάλο κοινό. Στους τίτλους τέλους μαθαίνουμε πως ο Σπίλμαν παρέμεινε στη Βαρσοβία όπου πέθανε το 2000 σε ηλικία 88 ετών και πως ο Γερμανός ευεργέτης του πέθανε το 1952 σε ένα Σοβιετικό στρατόπεδο

Κυριακή 23 Ιανουαρίου 2011

ΕΘΝΙΚΟΣΟΣΙΑΛΙΣΤΕΣ: Ο ΔΡΟΜΟΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ

Εθνικοσοσιαλισμός
Ο εθνικοσοσιαλισμός ή ναζισμός είναι πολιτικό κίνημα που εμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τη δεκαετία του 1920 και το οποίο το 1933 οδήγησε στην καθιέρωση ενός δικτατορικού καθεστώτος, ιδεολογικά βασιζόμενου στη φυλετική ιδέα.

Το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα βρίσκει τη βάση του στην αρνητική στάση απέναντι στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, αλλά κι απέναντι στον κομμουνισμό. Ο ρατσισμός και ο αντισημιτισμός αποτελούν ιδεολογικές βάσεις του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος, ενώ στους κύριους στόχους ανήκει η αναθεώρηση της συνθήκης των Βερσαλλιών, οι σκληροί όροι της οποίας θεωρήθηκαν μετά την ήττα στον Α' Παγκόσμιο πόλεμο ταπεινωτικοί από τους Γερμανούς.

Επίσης στους κύριους σκοπούς ανήκει η αντικατάσταση του μισητού δημοκρατικού συστήματος με καθεστώς που θα βασιζόταν στην αρχή της «κοινότητας» με την έννοια της εθνικής και βιολογικής ενότητας με επικεφαλής τον Φύρερ. Οι ιδεολογικές αρχές του εθνικοσοσιαλισμού και η εφαρμογή τους στην πράξη οδήγησαν στον Β' Παγκόσμιο πόλεμο και στο Ολοκαύτωμα στα στρατόπεδα εξόντωσης

Ο όρος
Ο όρος «εθνικοσοσιαλισμός» (γερμ. Nationalsozialismus) χρησιμοποιήθηκε από τους ίδιους τους εθνικοσοσιαλιστές για να χαρακτηρίσουν το κίνημα, ενώ ο όρος ναζισμός, o οποίος στην Γερμανία χρησιμοποιείται πολύ σπάνια,  προέρχεται από την αγγλική λέξη nazism, η οποία με το μέρος της έχει την ρίζα της στην συντόμευση της γερμανικής λέξης Nationalsozialismus (εθνικοσοσιαλισμός). Σαν όρος, ο εθνικοσοσιαλισμός βρίσκει την βάση του στο πρόγραμμα του Εθνικοσοσιαλιστικού Γερμανικού Εργατικού Κόμματος από το 1920, το οποίο υποστηρίζει μια εν μέρει σοσιαλιστική κοινωνία.
Μετά την πτώση του Τρίτου Ράιχ ο όρος του εθνικοσοσιαλισμού υιοθετήθηκε από την κατοπινή Δυτική Γερμανία, ενώ στην Ανατολική Γερμανία, όπως και στην ΕΣΣΔ καθιερώθηκε ο όρος του φασισμού (Hitlerfaschismus). Ως ναζί χαρακτηρίζονται οι υποστηρικτές του εθνικοσοσιαλιστικού κινήματος.
Κύρια χαρακτηριστικά του εθνικοσοσιαλισμού
Δεν είναι βέβαιο το κατά πόσο υπήρξε μια ενιαία εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία. Σχετικά με το θέμα αυτό, ο Χανς Φρανκ (γενικός διοικητής της κατεχόμενης Πολωνίας) κατέθεσε στις δίκες της Νυρεμβέργης ότι υπήρξαν σε αριθμό τόσοι εθνικοσοσιαλισμοί, όσο υπήρξαν και εθνικοσοσιαλιστές. Το ερώτημα παραμένει ανοιχτό, αφού είναι άγνωστο εάν ο εθνικοσοσιαλισμός θα επιβίωνε χωρίς τον Φύρερ, τον κεντρικό πυρήνα δηλαδή, γύρω από τον οποίο είχε χτιστεί ολόκληρο το πολιτικό σύστημα.
Ως κύρια χαρακτηριστικά μπορούν να αναφερθούν τα εξής:
  • Ρατσισμός και, κυρίως, αντισημιτισμός, ο οποίος οδήγησε στο Ολοκαύτωμα, όπως και η εξύμνηση της «άρειας και γερμανικής φυλής».
  • Ευγονική και «φυλετική υγιεινή», η οποία επιβάλλεται στο λαό με τους φυλετικούς Νόμους της Νυρεμβέργης
  • Συγγένεια με τον φασισμό, η οποία μεταξύ άλλων φαίνεται και στην σκηνοθέτηση προπαγανδιστικών διοργανώσεων.
  • Αντίθεση με τον μαρξισμό, τον κομμουνισμό, τον μπολσεβικισμό και τον καπιταλισμό.
  • Απολυταρχισμός – Άρνηση της δημοκρατίας μέσω της σύνθλιψης πολιτικών κομμάτων και συνδικάτων και του περιορισμού της ελευθερίας τύπου και έκφρασης.
  • Εκτενής δύναμη για τις μυστικές υπηρεσίες και τους πληροφοριοδότες (βλ. Γκεστάπο).
  • Σύστημα Φύρερ – Συγκέντρωση της εξουσίας σε μια κεντρική ηγετική προσωπικότητα, καθώς επίσης και ανάλογη ιεραρχική συνέχεια προς τα κάτω (ιεραρχική πυραμίδα).
  • Μιλιταρισμός
  • Ιδεολογία της Volksgemeinschaft, της εθνικής και βιολογικής ενότητας δίχως κοινωνικό αγώνα.
  • Πολιτική ζωτικού χώρου, απαίτηση ζωτικού χώρου στην ανατολή, υπεράσπιση «αίματος και χώματος» (Blut und Boden).
  • Πρωσικές αρετές και το φιλοσοφικό κίνημα του γερμανικού ιδεαλισμού.
Όπως κι ο φασισμός στην Ιταλία, που ο ίδιος ο Μουσολίνι χαρακτήριζε ως «συγχώνευση του κεφαλαίου  του κράτους», έτσι κι οι εθνικοσοσιαλιστές υποστηρίχθηκαν οικονομικά από Γερμανούς όπως επίσης και ξένους επιχειρηματίες ως ανάχωμα ενάντια στο μπολσεβικισμό.
Ο γερμανικός αντισημιτισμός προήλθε από διαφορετικές και εν μέρει αντιφατικές κοινωνικές κατευθύνσεις. Βάσει αυτών, οι Εβραίοι είχαν την ευθύνη για οποιαδήποτε κοινωνική κρίση, όπως την ανεργία, την αστικοποίηση, την ερήμωση της επαρχίας, κλπ.
Μια εθνικοσοσιαλιστικής προελεύσεως θεωρία συνωμοσίας τούς παρουσίαζε ως υπαίτιους του σοβιετικού μπολσεβικισμού, όπως συγχρόνως και του θανάσιμου εχθρού του, της αγγλοαμερικανικής κεφαλαιοκρατίας, κοινός στόχος των οποίων ήταν η σύνθλιψη της Γερμανίας.
Γενικώς οι Εβραίοι θεωρούνταν αποσυνθετικό στοιχείο για την κοινωνία, καθώς επίσης και κατωτέρα φυλή. Οι Εθνικοσοσιαλιστές έστησαν ολόκληρη επιχείρηση (Επιχείρηση Ράινχαρντ) για να εξοντώσουν όλους τους Εβραίους τόσο στην Γερμανία όσο και στις κατεχόμενες χώρες. Δημιουργήθηκαν, έτσι, τα Ναζιστικά στρατόπεδα εξόντωσης, στα οποία βρήκαν τον θάνατο περίπου 6.000.000 Εβραίοι.
Ο όρος της φυλής αποτελούσε κεντρική έννοια της εθνικοσοσιαλιστικής ιδεολογίας. Τέθηκε ως αίτημα η «ανωτερότητα της άρειας φυλής», η οποία έπρεπε οπωσδήποτε να προστατευτεί από την ανάμειξη με άλλες φυλές που θα αποτελούσε «επιβλαβή επιρροή».
Η ανάγκη αυτή για τη συντήρηση της αποκαλούμενης «αγνότητας του αίματος» στάθηκε λόγος για τους νόμους της Νυρεμβέργης, οι οποίοι απαγόρευαν το γάμο μεταξύ Γερμανών και «κυρίως διαφορετικής φυλής» ξένων. Η εξόντωση ή η υποχρεωτική στείρωση ψυχικά ασθενών και εγκληματιών (Πρόγραμμα Ευθανασίας T-4), είχε, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, ως στόχο τον περιορισμό της μετάδοσης "ανεπαρκών" γονιδίων στις επόμενες γενεές.
Συγχρόνως, αναπτύχθηκε πολεμική βιομηχανία, πρώτα κρυφά, λόγω της Συνθήκης των Βερσαλλιών. Αργότερα, όταν ο Χίτλερ αποφάσισε να αγνοήσει την Συθήκη, φανερά. Στόχος του Χίτλερ, όπως και άλλων υψηλόβαθμων στελεχών του NSDAP ήταν μια σειρά από επιθετικούς πολέμους, όταν πλέον οι Ένοπλες Δυνάμεις (Wehrmacht) της χώρας θα ήταν αρκετά ισχυρές.  Σχεδίαζαν να απομονώσουν διάφορες χώρες κατά σειρά και κατόπιν να τις εξουδετερώσουν.
Όσον αφορά τον τελικό στόχο των πολέμων αυτών, οι απόψεις διαφέρουν: Ενώ πολλοί ιστορικοί υποστηρίζουν ότι στόχος ήταν η κατάκτηση της ηπειρωτικής Ευρώπης και της δυτικής ΕΣΣΔ μέχρι την γραμμή Αρχαγκέλσκ - Καύκασος - Ουράλια και ο εποικισμός με γερμανικούς πληθυσμούς, άλλοι θεωρούν ότι ο Χίτλερ είχε στόχο την παγκόσμια κυριαρχία.
Η γερμανική κυριαρχία στις κατεχόμενες περιοχές θα ενισχύονταν με τον διωγμό των ανεπιθύμητων αυτοχθόνων πληθυσμών. Ο Άλφρεντ Ρόζενμπεργκ, Υπουργός Ανατολικών Εδαφών, θα πει, ύστερα από τις πρώτες νίκες στην ΕΣΣΔ: "Οι Ρώσοι θα εκδιωχθούν πέρα από τα Ουράλια όρη. Θα μας ευγνωμονούν εκατό χρόνια μετά, γιατί τους επαναφέραμε στη φυσική κοιτίδα τους".[1]
Αφού στις εκλογές της 5 Μαρτίου 1933 το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα απέτυχε να συγκεντρώσει την απόλυτη πλειοψηφία, ο Χίτλερ ήταν αναγκασμένος να συνεχίσει τον συνασπισμό με το Εθνικό Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα (DNVP). Ως πρόεδρο του ισχυρότερου κόμματος της βουλής, ο Πρόεδρος Πάουλ φον Χίντενμπουργκ είχε διορίσει τον Χίτλερ πέντε εβδομάδες νωρίτερα, στις 30 Ιανουαρίου, καγκελάριο της Γερμανίας.
Αν και οι εθνικοσοσιαλιστές κοινοποίησαν την ημέρα αυτή ως ημέρα της «κατάληψης της εξουσίας», η διαδικασία δεν ήταν παρά μια συνηθισμένη αλλαγή Κυβέρνησης. Η κατάσταση άλλαξε με τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ στις 27 Φεβρουαρίου. Οι εθνικοσοσιαλιστές δήλωσαν ότι επρόκειτο για προσπάθεια επανάστασης των κομμουνιστών και με αναγκαστικό διάταγμα βάσει του άρθρου 48 του συντάγματος της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απέκτησαν την επόμενη κιόλας μέρα την δύναμη να καταργήσουν τα εγγυημένα θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτικών τους αντιπάλων (ειδικά των κομμουνιστών) και να τους καταδιώξουν.
Την απόλυτη κατάκτηση της εξουσίας πέτυχαν με τον «Εξουσιοδοτικό νόμο» (Ermächtigungsgesetz) στις 23 Μαρτίου, ο οποίος έπρεπε να ψηφιστεί από τουλάχιστον τα δυο τρίτα της βουλής.  
Με την απαγόρευση του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) και την σύλληψη πολλών σοσιαλδημοκρατών βουλευτών, ο Χίτλερ κατάφερε, με τη βοήθεια του συντηρητικού "Zentrum" και του εθνικιστικού "DNVP", να συγκεντρώσει τις απαραίτητες ψήφους. Ο «Εξουσιοδοτικός νόμος» παραχώρησε όλη την νομοθετική εξουσία στην Κυβέρνηση, ανεξάρτητα από κοινοβούλιο και Πρόεδρο.
Με άλλα λόγια,
το Κοινοβούλιο επέτρεψε την ενοποίηση της εκτελεστικής εξουσίας με την νομοθετική          και, με τον τρόπο αυτό, έγινε περιττό.
Με την απόφαση αυτή αρχίζει στη Γερμανία η περίοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δικτατορίας, γνωστή και ως εποχή του «Τρίτου Ράιχ»…

Good Bye Lenin!

 http://www.youtube.com/embed/hk__Fo_7gxU
 http://www.youtube.com/embed/mIjSaHUKD5I


Η υπόθεση της ταινίας, μιλά για έναν έφηβο που αναγκάζεται να «ξαναχτίσει» το τοίχος του Βερολίνου έξι μήνες μετά την πτώση του το 1989, προκειμένου να προστατεύσει την ασθενική μητέρα του που πέφτει σε κώμα λίγο πριν την ένωση Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας και ξυπνάει 8 μήνες μετά, όταν ο καπιταλισμός έχει μπει για τα καλά στη ζωή των κατοίκων του Ανατολικού Βερολίνου. Οι γιατροί προειδοποιούν το νεαρό ότι κάθε είδους συγκίνηση μπορεί να είναι μοιραία για την ευαίσθητη υγεία της μητέρας του (που ταυτόχρονα είναι αφοσιωμένη Κομουνίστρια). Έτσι, ο γιος της προσπαθεί να κρύψει την είδηση της κατάρρευσης του τοίχους και να δημιουργήσει ένα κλίμα Ανατολικής Γερμανίας στο διαμέρισμα όπου ζουν, πετώντας τα καπιταλιστικά σύμβολα της Δυτικής Γερμανίας και αποκρύπτοντας επιμελώς τη νέα πραγματικότητα της χώρας απ’ τη μητέρα του. Ο ψυχρός πόλεμος συνεχίζει να υφίσταται στο μικρό διαμέρισμα της οικογένειας…

Ο σκηνοθέτης της ταινίας Wolfgang Becker αποφεύγει την εύκολη -«χολιγουντιανή»- λύση της εξύμνησης του καπιταλισμού και παρουσιάζει χωρίς να παίρνει καταρχήν θέση υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς την μετά την πτώση κατάσταση:

Με ένα νεανικό ενθουσιασμό για το καινούργιο κι ελπιδοφόρο (όσο κι αν στην πραγματικότητα δημιούργησε τεράστιες κοινωνικές ανισότητες μεταξύ των κατοίκων των δυο πλευρών) άνοιγμα στη Δύση και έναν πιο ώριμο προβληματισμό κι επιφυλακτικότητα (ακόμα και άρνηση της νέας ή νοσταλγία για την προηγούμενη κατάσταση) για τις ειδικές συνθήκες που δημιουργήθηκαν μετά την κατάρρευση του «ανατολικού μπλοκ».

Το σενάριο της ταινίας είναι γεμάτο κωμικές στιγμές που παρά το γλυκόπικρο κλίμα που κυριαρχεί, προσφέρουν άφθονο γέλιο. Η σεναριακή και σκηνοθετική πένα του
Becker είναι και ιδιοφυής και απολαυστική.

Μέσα απ’ τις σκηνές που ο γιος της οικογένειας Alexander (Daniel Brühl) προσπαθεί να αποκρύψει την αλήθεια απ’ τη μητέρα του Christiane (Katrin Sass) και να εξηγήσει τα ανεξήγητα (τον δυτικό ραδιοφωνικό σταθμό που ακούγεται στο διαμέρισμα του Ανατολικού Βερολίνου, το τεράστιο διαφημιστικό πανό της Coca Cola, τα δυτικά αυτοκίνητα στους δρόμους κ.ά.), ο Becker περνά τα δικά του μηνύματα που είναι σαφέστατα πολιτικά.

Ο κόσμος που σκηνοθετεί ο Alexander για την μητέρα του, δεν είναι ούτε ο Δυτικός καπιταλιστικός, ούτε και ο Ανατολικός κομμουνιστικός πριν την κατάρρευση. Είναι ο κατά τη γνώμη του Becker ιδανικός κόσμος που δανείζεται τα καλύτερα στοιχεία των δυο διαφορετικών πλευρών προκειμένου να δημιουργήσει τις ιδανικές συνθήκες. 

Η απολαυστικότερη σκηνή της ταινίας, είναι εκείνη που το άγαλμα του Λένιν ίπταται πάνω από τους δρόμους του Βερολίνου κρεμάμενο από ένα ελικόπτερο. Μεγάλης εικαστικής αξίας και γεμάτη συμβολισμούς αποτελεί μια ακόμα απόδειξη της ευφυΐας του καταπληκτικού Good Bye Lenin!

ΟΙ ΖΩΕΣ ΤΩΝ ΑΛΛΩΝ

Οι Ζωές των Άλλων (Γερμ. Das Leben der Anderen) αποτελεί γερμανική κινηματογραφική ταινία του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Φλόριαν Χένκελ Φον Ντόνερσμαρκ.
Η δομή του σεναρίου ακολουθεί τους κώδικες του πολιτικού θρίλερ παίρνοντας και μπόλικο υλικό από τα εκατοντάδες αρχεία της διαβόητης μυστικής υπηρεσίας Σταζι. Η ταινία βραβεύτηκε το 2006 με το Βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας, ενώ σημείωσε ρεκόρ υποψηφιοτήτων στα Γερμανικά Βραβεία Κινηματογράφου.. 

Το σενάριο της εκτυλίσσεται στο Ανατολικό Βερολίνο του 1984. Οι κάτοικοι της πόλης επιτηρούνται από 100.000 υπαλλήλους και 200.000 κατασκόπους της Στάζι, της μυστικής αστυνομίας της Ανατολικής Γερμανίας.

Ανάμεσα σε αυτούς βρίσκεται ο κεντρικός ήρωας Γκερντ Βίσλερ τον οποίο υποδύεται ο Ούλριχ Μούε. Είναι συστηματικός και αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, και ταυτόχρονα μοναχικός, αγέλαστος, και αδίστακτος.

Κάποια στιγμή μπαίνει στο στόχαστρο της Στάζι ο αναγνωρισμένος θεατρικός συγγραφέας, Γκεόργκ Ντρέιμαν (Σεμπάστιαν Κοχ) ο οποίος αποκαλύπτει στη Δύση στοιχεία για το ανελεύθερο καθεστώς. Η ζωή του συγγραφέα κι ο μικρόκοσμος των ανθρώπων του θεάτρου αλλά και της ελίτ των διανοουμένων όπου η αλήθεια και το ψέμα, η φαντασία και η πραγματικότητα εξισορροπούν διαρκώς πάνω σε ένα τεντωμένο σχοινί  γοητεύει τον πράκτορα Βίσλερ που ήταν υπεύθυνος για την παρακολούθησή του.  Η στάση του συγγραφέα σε συνδυασμό με το κλίμα
τρομοκρατίας που επικρατεί τον ωθεί ώστε να καλύψει τη δράση του συγγραφέα
με προσωπικό του κόστος..

Μετά το πέρας της προβολής ουκ ολίγα ερωτήματα μένουν μετέωρα, όπως τι  ώθησε αλήθεια τον κεντρικό ηρώα, ένα απόλυτα πειθήνιο όργανο των μυστικών υπηρεσιών να απαρνηθεί την δεύτερη φύση του και μια ολόκληρη ζωή πίσω από τις κουίντες, όντας μάτια και αυτιά ενός συστήματος που γιγαντώθηκε εν μέσω ψυχροπολεμικού κλίματος αλλά εντέλει αποδεδείχθηκε γίγαντας με πήλινα πόδια..

'Ισως να ήταν ο κρυφός θαυμασμός του,  για την όμορφη και ευάλωτη  θεατρίνα. Ένας πόθος που ανθεί ανάμεσα σε παγωμένους τοίχους, έρημες σοφίτες και γκρίζα διαμερίσματα ουρανοξυστών και γιγαντώνεται με την απουσία προσωπικής ζωής που μάταια αναπληρώνουν λιγοστές εκρήξεις πληρωμένου έρωτα.

Απάντηση ξεκάθαρη δεν δίνεται και το καλά κρυμμένο μυστικό βρίσκει απάνεμο λιμάνι μαζί του στα ανήλεα υπόγεια. Εκεί όπου αγόγγυστα φροντίζει μέχρι το τέλος για το καλό της καθεστηκυίας τάξης ανοίγοντας τους προσωπικούς φάκελους εκατοντάδων πολιτών..

 http://www.youtube.com/embed/r7rK_bfsQbs 
 http://www.youtube.com/embed/n92DZWbJ7SM